ελεγκτής

ελεγκτής
ο
1. αυτός που ελέγχει.
2. υπάλληλος που ελέγχει τη διαχείριση άλλων υπαλλήλων.
3. τεχνικό όργανο που ελέγχει την καλή λειτουργία των μηχανημάτων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ελεγκτής — ο (Α ἐλεγκτής) νεοελλ. υπάλληλος αρμόδιος να ελέγχει τη διαχείριση, τα πεπραγμένα άλλων υπαλλήλων («εφορειακός ελεγκτής, τελωνειακός κ.λπ.») αρχ. ο ελεγκτήρ …   Dictionary of Greek

  • ἐλεγκτής — ἐλεγκτήρ one who convicts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αντιγραφέας — ο (ΜΑ ἀντιγραφεύς) νεοελλ. 1. πρόσωπο ή μηχάνημα που αντιγράφει κείμενα 2. καλλιτέχνης που φιλοτεχνεί αντίγραφα έργων τέχνης 3.μτφ. λογοκλόπος μσν. χαρτοφύλακας αρχ. 1. καταγραφέας και ελεγκτής δημόσιων εσόδων 2. πρακτικογράφος 3.αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ελεγκτικός — ή, ό (ΑΜ ἐλεγκτικός, ή, όν) 1. ο ικανός, κατάλληλος ή αρμόδιος να ελέγχει 2. το θηλ. ως ουσ. η ελεγκτική το σύνολο τών μεθόδων και τών αρχών τις οποίες εφαρμόζει ο ελεγκτής για τη διενέργεια τού ελέγχου νεοελλ. φρ. «Ελεγκτικό Συνέδριο» το Ανώτατο …   Dictionary of Greek

  • εξελεγκτής — ο ο ελεγκτής. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξελέγχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Αναστ. Βυζάντιο] …   Dictionary of Greek

  • εξεταστής — ο (θηλ. εξετάστρια) (AM ἐξεταστής) [εξετάζω] νεοελλ. 1. αυτός που εξετάζει την απόδοση μαθητών, υποψηφίων κ.λπ. 2. εκείνος που έχει την τάση να ελέγχει τους άλλους αρχ. μσν. κριτής, δικαστής αρχ. 1. ελεγκτής δημόσιων λογαριασμών 2. (στην Αθήνα)… …   Dictionary of Greek

  • καθολικός — ή, ό (AM καθολικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο σύνολο, γενικός (α. «καθολική ψηφοφορία» β. «καθολική και κοινή ιστορία», Πολ.) 2. φρ. (για τις επιστολές τών αποστόλων) «καθολικές επιστολές» οι επιστολές που δεν απευθύνονται προς… …   Dictionary of Greek

  • μικροεπεξεργαστής — Είναι η κεντρική μονάδα επεξεργασίας (CPU) των μικροϋπολογιστών για τη σχεδίαση και την κατασκευή της οποίας έχει χρησιμοποιηθεί μόνο ένα ολοκληρωμένο κύκλωμα (τσιπ). Ο μ. αποτελεί τη βασική μονάδα εκτέλεσης υπολογισμών και ελέγχου ενός… …   Dictionary of Greek

  • μοιχοελέγκτης — μοιχοελέγκτης, ὁ (Μ) αυτός που ελέγχει το έγκλημα τής μοιχείας ή τους μοιχούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + ἐλεγκτής] …   Dictionary of Greek

  • στενώπαρχος — ὁ, Α επιστάτης, επόπτης, ελεγκτής τών στενωπών ή τών οδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < στενωπός + αρχος*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”